υπογάστριο — το 1. η κατώτερη περιοχή της κοιλιάς, το υποκοίλιο, το προκοίλι: Κλοτσιά στο υπογάστριο. 2. καθένα από τα μακρουλά ξύλα που υποστηρίζουν τη γάστρα πλοίου έτοιμου για καθέλκυση, επιτροπίδιο. 3. μτφ., ευπαθές, ευπρόσβλητο μέρος: Το υπογάστριο της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπογάστριος — α, ο / ὑπογάστριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον το κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους… … Dictionary of Greek
νηδύς — νηδύς, ἡ (Α) 1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.) 2. κοιλιά, υπογάστριο 3. σπλάγχνα, εντόσθια 4. η μήτρα 5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ. β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή… … Dictionary of Greek
υπήτριον — τὸ, Α 1. το μέρος τού σώματος κάτω από το ἦτρον*, το υπογάστριο 2. (κατά τον Αθήν.) «οὖθαρ, μαστός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἦτρον «υπογάστριο»] … Dictionary of Greek
υπογαστρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπογάστριο («υπογαστρική χώρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπογάστριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
ορχιδέες — Κοινή ονομασία ανθέων και φυτών που αποτελούν την οικογένεια των ορχιδιδών ή ορχεϊδών (μονοκοτυλήδονα). Πολλά από τα πολυάριθμα είδη αναπτύσσονται στα τροπικά και παρατροπικά κλίματα και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ομορφιά και τη… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
ήτρον — ἦτρον, τό (Α) 1. το υπογάστριο 2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου 3. η εντεριώνη, η ψίχα τού καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. τού αθέματου τ. ήτορ* «καρδιά»] … Dictionary of Greek
αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… … Dictionary of Greek