υπογάστριο

υπογάστριο
(Ανατ.). Το κατώτερο μέρος της κοιλιάς, όπου βρίσκονται τα ουροποιητικά όργανα, διαφορετικά στα δύο φύλα. Από τα σπλάχνα που περικλείνει, δύο μόνον είναι κοινά στα δύο γένη: η κύστη και το τελικό μέρος του παχέος εντέρου. Στη γυναίκα παρεμβάλλεται ανάμεσα σ’ αυτά η μήτρα μαζί με τις ωοθήκες και τις σάλπιγγες. Το υ. είναι ακανόνιστος χώρος ανάμεσα στις δύο άνω λαγόνιες άκανθες και το άνω χείλος της ηβικής σύμφυσης. Ο χώρος αυτός, κατά τις άλλες διευθύνσεις του, καθορίζεται από τα οστά της λεκάνης.
* * *
το / ὑπογάστριον, ΝΜΑ
βλ. υπογάστριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπογάστριο — το 1. η κατώτερη περιοχή της κοιλιάς, το υποκοίλιο, το προκοίλι: Κλοτσιά στο υπογάστριο. 2. καθένα από τα μακρουλά ξύλα που υποστηρίζουν τη γάστρα πλοίου έτοιμου για καθέλκυση, επιτροπίδιο. 3. μτφ., ευπαθές, ευπρόσβλητο μέρος: Το υπογάστριο της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπογάστριος — α, ο / ὑπογάστριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον το κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους… …   Dictionary of Greek

  • νηδύς — νηδύς, ἡ (Α) 1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.) 2. κοιλιά, υπογάστριο 3. σπλάγχνα, εντόσθια 4. η μήτρα 5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ. β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή… …   Dictionary of Greek

  • υπήτριον — τὸ, Α 1. το μέρος τού σώματος κάτω από το ἦτρον*, το υπογάστριο 2. (κατά τον Αθήν.) «οὖθαρ, μαστός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἦτρον «υπογάστριο»] …   Dictionary of Greek

  • υπογαστρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υπογάστριο («υπογαστρική χώρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπογάστριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] …   Dictionary of Greek

  • ορχιδέες — Κοινή ονομασία ανθέων και φυτών που αποτελούν την οικογένεια των ορχιδιδών ή ορχεϊδών (μονοκοτυλήδονα). Πολλά από τα πολυάριθμα είδη αναπτύσσονται στα τροπικά και παρατροπικά κλίματα και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ομορφιά και τη… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • ήτρον — ἦτρον, τό (Α) 1. το υπογάστριο 2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου 3. η εντεριώνη, η ψίχα τού καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. τού αθέματου τ. ήτορ* «καρδιά»] …   Dictionary of Greek

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”